σφονδύλη

σφονδύλη
και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α
1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή
2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία χρησιμοποιείται για ένα είδος εντόμου αλλά και για ένα είδος γαλής, νυφίτσας (στον τ. σπονδύλη), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη οσμή. Η λ. σφονδ-ύλη / σπονδ-ύλη (για την εναλλαγή δασέος - κλειστού συμφώνου πρβλ. σπόνδυλος: σφόνδυλος, σπόγγος: σφόγγος) εμφανίζει επίθημα -ύλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κανθ-ύλη, κορδ-ύλη). Συζητήσιμη παραμένει η σύνδεση τής λ. με τον τ. σπόνδυλος*. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. spondyle].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφονδύλη — σφονδύ̱λη , σφονδύλη an insect which lives on the roots of plants fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλῃ — σφονδύ̱λῃ , σφονδύλη an insect which lives on the roots of plants fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλας — σφονδύ̱λᾱς , σφονδύλη an insect which lives on the roots of plants fem acc pl σφονδύ̱λᾱς , σφονδύλη an insect which lives on the roots of plants fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδύλη — ἡ, Α βλ. σφονδύλη …   Dictionary of Greek

  • σφονδύλαι — σφονδύ̱λᾱͅ , σφονδύλη an insect which lives on the roots of plants fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”